Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἦλθες δὲ κατὰ τί

См. также в других словарях:

  • με — (I) και μέ (συντετμημένος τύπος τού εμέ, αιτ. τού εγώ) όταν προτάσσεται τού ρήματος συνήθως διατηρεί τον τόνο του και χρησιμοποιείται ως μη εγκλιτική λέξη, ενώ όταν επιτάσσεται σχεδόν πάντοτε παραμένει άτονο και είναι εγκλιτική λέξη (α. «μέ… …   Dictionary of Greek

  • αμφί — ἀμφὶ πρόθ. (Α) (κυρίως στον ποιητικό και ιωνικό πεζό λόγο, η περὶ τών κλασικών κειμένων) και στις δύο πλευρές, και στα δύο μέρη Α. (με γενική) 1. για, για χάρη, για το χατίρι κάποιου «ἀμφί λέκτρων μάχεσθαι» (Ευρ. Ανδρομ. 123) 2. (όπως η πρός, για …   Dictionary of Greek

  • φως — Ημερήσια ελληνική εφημερίδα του Καΐρου, που ιδρύθηκε το 1903 και εκδίδεται μέχρι σήμερα. Ιδρυτής και πρώτος διευθυντής ο Στ. Ευσταθιάδης. Με τον ίδιο τίτλο κυκλοφόρησε εβδομαδιαία εφημερίδα στο Αγρίνιο (1927 35) με ιδρυτή τον Μ. Τζάνη. * * * ωτός …   Dictionary of Greek

  • Koine Greek — Koine redirects here. For other uses, see Koine (disambiguation). History of the Greek language (see also: Greek alphabet) …   Wikipedia

  • περιοδεύω — ΝΜΑ ταξιδεύω γύρω γύρω, περιέρχομαι, μετακινούμαι από τόπο σε τόπο, πηγαίνω σε όλα τα σημεία περιοχής (α. «οι υποψήφιοι βουλευτές περιοδεύουν στην ύπαιθρο» β. «οὕς ἐξαπέστειλεν ὁ Κύριος περιοδεῡσαι τὴν γῆν», Ωριγ.) νεοελλ. το ουδ. εν. ως ουσ. το… …   Dictionary of Greek

  • τέταρτος — η, ο / τέταρτος, άρτη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. θηλ. ως κύριο όν. Τετράδη και επικ. τ. τέτρατος και βοιωτ. τ. πέτρατος Α (τακτικό αριθμτ.) 1. αυτός που σε μια αριθμητική σειρά κατέχει τη θέση η οποία αντιστοιχεί στον αριθμό τέσσερα (α. «ήλθε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»